- προανέχω
- προαν-έχω,A hold up before, βωμὸς π. γωνίας has projecting angles, J.BJ5.5.6.II intr., rise up above or jut out beyond, Th.7.34: c. gen., J.BJ5.4.4, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προανέχω — Α 1. κρατώ κάτι ψηλά μπροστά σε κάποιον ή κρατώ κάτι ψηλά εκ των προτέρων 2. εξέχω από κάτω προς τα πάνω («τὸ τεῑχος... τοῡ λόφου καθάπερ κορυφή τις ὑψηλότερα προανεῑχεν», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνέχω «κρατώ ψηλά»] … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek